- άωρος
- -η, -οαγίνωτος, άγουρος (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἄωρος — 1 untimely masc/fem nom sg ἄωρος 2 fore masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άωρος — (I) ἄωρος, ον (Α) [ώρα] 1. ανώριμος, άγουρος 2. άκαιρος, παράκαιρος 3. δύσμορφος, αποκρουστικός. (II) ἄωρος, ον (Α) 1. μετέωρος 2. (για πόδια ζώου) μπροστινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολογίας, στην οποία έχουν δοθεί διάφορες… … Dictionary of Greek
ἀωρότερον — ἄωρος 1 untimely adverbial comp ἄωρος 1 untimely masc acc comp sg ἄωρος 1 untimely neut nom/voc/acc comp sg ἄωρος 2 fore adverbial comp ἄωρος 2 fore masc acc comp sg ἄωρος 2 fore neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀωροτάτων — ἄωρος 1 untimely fem gen superl pl ἄωρος 1 untimely masc/neut gen superl pl ἄωρος 2 fore fem gen superl pl ἄωρος 2 fore masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀωρότατον — ἄωρος 1 untimely masc acc superl sg ἄωρος 1 untimely neut nom/voc/acc superl sg ἄωρος 2 fore masc acc superl sg ἄωρος 2 fore neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀώρως — ἄωρος 1 untimely adverbial ἄωρος 1 untimely masc/fem acc pl (doric) ἄωρος 2 fore adverbial ἄωρος 2 fore masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄωρον — ἄωρος 1 untimely masc/fem acc sg ἄωρος 1 untimely neut nom/voc/acc sg ἄωρος 2 fore masc/fem acc sg ἄωρος 2 fore neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀωροτάτοιο — ἄωρος 1 untimely masc/neut gen superl sg (epic) ἄωρος 2 fore masc/neut gen superl sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀωροτέροις — ἄωρος 1 untimely masc/neut dat comp pl ἄωρος 2 fore masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀωρίων — ἄωρος 1 untimely fem gen pl ἄωρος 1 untimely masc/neut gen pl ἀώριος fem gen pl ἀώριος masc/neut gen pl ἀωρέω to be careless pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)